-
1 линейка
линейка ж о χάρακας, η ρίγα, η γραμμή· в \линейкау ριγωτό* * *жο χάρακας, η ρίγα, η γραμμήв лине́йку — ριγωτό
-
2 Рига
-
3 линейка
-
4 линейка
ο κανών, ο κανόνας, ο πήχης(черта) η ρίγα (ξεν.)разметочная - σήμανση ς/σημα-δέματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > линейка
-
5 рубчик
(выпуклая полоска на ткани) η εξέχουσα ρίγα στα υφάσματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубчик
-
6 band
[bænd] I noun1) (a strip of material to put round something: a rubber band.) ταινία2) (a stripe of a colour etc: a skirt with a band of red in it.) ρίγα3) (in radio etc, a group of frequencies or wavelengths: the medium waveband.) ραδιοσυχνότητα, μπάνταII 1. noun1) (a number of persons forming a group: a band of robbers.) ραδιοσυχνότητα, μπάντα2) (a body of musicians: a brass band; a dance band.) μουσικό συγκρότημα, μπάντα2. verb(to unite or gather together for a purpose: They banded together to oppose the building of the garage.) συνασπίζομαι -
7 bar
1. noun1) (a rod or oblong piece (especially of a solid substance): a gold bar; a bar of chocolate; iron bars on the windows.) ράβδος, πλάκα2) (a broad line or band: The blue material had bars of red running through it.) φαρδιά ρίγα3) (a bolt: a bar on the door.) αμπάρα4) (a counter at which or across which articles of a particular kind are sold: a snack bar; Your whisky is on the bar.) πάγκος5) (a public house.) μπαρ6) (a measured division in music: Sing the first ten bars.) μπάρα7) (something which prevents (something): His carelessness is a bar to his promotion.) εμπόδιο8) (the rail at which the prisoner stands in court: The prisoner at the bar collapsed when he was sentenced to ten years' imprisonment.) εδώλιο2. verb1) (to fasten with a bar: Bar the door.) αμπαρώνω2) (to prevent from entering: He's been barred from the club.) αποκλείω3) (to prevent (from doing something): My lack of money bars me from going on holiday.) εμποδίζω3. preposition(except: All bar one of the family had measles.)- barmaid- barman
- bar code -
8 stripe
-
9 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
10 рубчик
-а α.1. μικρή κοψιά, γρατσουνιά.2. μικρή ουλή.3. εξέχουσα ραφή.4. μικρή εξέχουσα ρίγα στα υφάσματα. -
11 çizgi
γραμμή, ρίγα, χαρακιά -
12 hat
γραμμή, ρίγα -
13 ruler
1) ρίγα2) χάρακας
См. также в других словарях:
ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… … Dictionary of Greek
ρίγα — η (λ. λατ.) 1. κανόνας ξύλινος ή μετάλλινος. 2. ράβδωση σε ύφασμα ή άλλη επιφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίγα — ῥί̱γᾱ , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάντερ, Κριστιάν — (Ρίγα 1794 – Πετρούπολη 1865). Ρώσος εμβρυολόγος, παλαιοντολόγος και γεωλόγος. Σπούδασε στο ινστιτούτο του Ντερπτ και σε διάφορα ινστιτούτα της Γερμανίας. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης. Το 1842 διορίστηκε στο υπουργείο… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» … Dictionary of Greek
ρήγλα — η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν 1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών 2. χάρακας, κανόνας νεοελλ. η ρίγα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι σίδηρα ὡς ῥάβδοι» 2. ο έστωρ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula… … Dictionary of Greek
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek
Χέρντερ, Γιόχαν Γκότφριντ — (Herder, Μόρουνγκεν, Ανατολική Πρωσία 1744 – Βαϊμάρη 1803). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος. Το 1762 πήγε στο Κένιξμπεργκ όπου έγινε μαθητής του Καντ και συνδέθηκε φιλικά με τον Χάμαν. Στη συνέχεια πήγε στη Ρίγα (1764), όπου έγινε πάστορας. Το… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · … Wikipedia
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek